φερεσσακής

From LSJ
Revision as of 19:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερεσσᾰκής Medium diacritics: φερεσσακής Low diacritics: φερεσσακής Capitals: ΦΕΡΕΣΣΑΚΗΣ
Transliteration A: pheressakḗs Transliteration B: pheressakēs Transliteration C: feressakis Beta Code: feressakh/s

English (LSJ)

ές, gen. έος, shield-bearing, of men, Hes.Sc.13, Nonn.D.26.291, al.; also ποταμός, νῆες, ib.23.11, 36.447; τελαμῶνες Tryph. 11.

German (Pape)

[Seite 1261] ές, schildtragend, Hes. Sc. 13.

Greek (Liddell-Scott)

φερεσσᾰκής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ φέρασπις, ὁ φέρων σάκος, ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui porte un bouclier.
Étymologie: φέρω, σάκος¹.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ.)
1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις
2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -σσακής (< σάκος «ασπίδα»)].

Greek Monotonic

φερεσσᾰκής: -ές, γεν. -έος (σάκος), αυτός που κουβαλά ασπίδα, ασπιδοφόρος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φερεσσᾰκής: щитоносный Hes.

Middle Liddell

φερεσ-σᾰκής, ές σάκος
shield-bearing, Hes.

Frisk Etymology German

φερεσσακής: {pheressakḗs}
See also: s. σάκος.
Page 2,1002