χαλκεῖον
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
Ion. χαλκήϊον, τό, = χαλκεία (smith's work, smithy, forge) ΙΙ, Hdt.1.68, Hp.Art.47,77, And.1.40, Pl.Euthd. 300b. II = χαλκίον (q.v.): 1 cauldron, pot, Hdt.4.81, 152 (v.l. χαλκίον), Hp.Morb.4.39, Pl.Prt.329a codd.: esp. copper in baths, Thphr.Char.9.8; χ. ἐρυθρόν vessel of pure copper, Hp.Ulc.12; χ. μολυβοῦν POxy.1648.62 (ii A. D.). 2 concave metal reflector in a lamp, X.Smp.7.4. 3 bronze structure, Paus.2.22.2. III τὰ χαλκεῖα (sc. ἱερά), at Athens, a festival at the end of the month Pyanopsion, Phanod.22, Hyp.Fr.90, cf. Poll.7.105; title of play by Menander.
German (Pape)
[Seite 1329] τό, ion. χαλκήϊον, 1) die Werkstatt des Schmiedes; Her. 1, 68; Plat. Euthyd. 300 b. – 2) ehernes od. kupfernes Gefäß; Kessel, Her. 4, 81. 152; ὥςπερ τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. Prot. 329 a; bes. der große Wasserkessel im Bade, der auch ἐπιστάτης u. ἰπνολέβης heißt, Sp. – Auch ein kupferner Spiegel, Xen. Conv. 7, 4; – eine kupferne Marke, Dem. 39, 18, als Erkennungszeichen; – τὰ χαλκεῖα, sc. ἱερά, ein Fest in Athen am Ende des Monats Pyanepsion, die Volcanalia der Römer, Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, ἐργαστήριον χαλκέως, σιδηρουργεῖον, Ἡρόδ. 1. 68, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 897, Ἀνδοκ. 6. 23, Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, πρβλ. χαλεύς. ΙΙ. = χαλκίον (ὃ ἴδε). 1) ἀγγεῖον ἐκ χαλκοῦ, λέβης, χύτρα, Ἡρόδ. 4. 81, 152, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· μάλιστα δὲ ὁ ἐν τοῖς λουτροῖς λέβης, καλούμενος καὶ ἐπιστάτης, ἰπνολέβης, Θεοφρ. Χαρ. 9· πρβλ. χαλκὸς ΙΙ. 2. 2) ἐργαλεῖόν τι ἢ ὄργανον ἐκ χαλκοῦ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. 3) κοῖλον ἀντανακλαστικὸν κάτοπτρον ἐν λύχνῳ, Ξεν. Συμπ. 7. 4· πρβλ. χαλκὸς ΙΙ. 4. 4) κατασκεύασμά τι ἐκ χαλκοῦ, Παυσ. 2. 22, 2. ΙΙΙ. τὰ χαλκεῖα (ἐξυπακ. ἱερά), «τὰ χαλκεῖα, ἑορτὴ παρ’ Ἀθηναίοις τῇ Ἀθηνᾷ ἀγομένη Πυανεψιῶνος ἕνῃ καὶ νέᾳ... ὥς φησιν Ἀπολλώνιος ὁ Ἀχαρνεύς. Φανόδημος δὲ οὐκ Ἀθηνᾷ φησιν ἄγεσθαι τὴν ἑορτήν, ἀλλ’ Ἡφαίστῳ· γέγραπται δὲ καὶ Μενάνδρῳ δρᾶμα Χαλκεῖα» Ἁρποκρ.· «καὶ χαλκεῖα ἑορτὴ ἐν τῇ Ἀττικῇ Ἡφαίστου ἱερὰ» Πολυδ. Ζ΄, 105, Welcker Tril σ. 290.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. atelier d'ouvrier en cuivre, en airain ou en fer, forge ou fonderie;
II. objet en cuivre ou en airain :
1 vase, marmite;
2 jeton de cuivre ou d'airain.
Étymologie: χαλκεύς.
Greek Monotonic
χαλκεῖον: Ιων. -ήϊον, τό,
I. εργαστήριο σιδηρουργού, σιδηρουργείο, μεταλλουργείο, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. 1. χαλκίον, χύτρα, λέβητας, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. κοίλο κάτοπτρο σε λάμπα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεῖον: эп.-ион. χαλκήϊον τό
1) кузнечная мастерская, кузница Her., Plat., Luc.;
2) медный сосуд или котел Her., Plat.;
3) медный отражатель, рефлектор светильника Xen.
Middle Liddell
χαλκεῖον, Ionic -ήιον, ου, τό,
I. a smith's shop, forge, smithy, Hdt., Plat.
II. = χαλκίον, a copper, caldron, Hdt., Plat.
2. a metal reflector in a lamp, Xen.