ἀγλαέθειρος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ον, bright-haired, h.Pan.5.
Spanish (DGE)
-ον
de espléndida cabellera Πᾶν' ... θεὸν ἀγλαέθειρον h.Pan.5.
German (Pape)
[Seite 16] θεός, Pan, H. Hymn. 18, 5, herrlich gelockt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαέθειρος: -ον, ὁ ἔχων στιλπνὴν τρίχα, κόμην, χρυσομάλλης, Ὕμ. Ὁμ. 18. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la brillante chevelure.
Étymologie: ἀγλαός, ἔθειρα.
Greek Monotonic
ἀγλαέθειρος: -ον (ἔθειρα), ξανθόμαλλος, χρυσομάλλης, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαέθειρος: с блистающими кудрями (θεός HH).