Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκαρπία

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαρπία Medium diacritics: ἀκαρπία Low diacritics: ακαρπία Capitals: ΑΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: akarpía Transliteration B: akarpia Transliteration C: akarpia Beta Code: a)karpi/a

English (LSJ)

ἡ, unfruitfulness, barrenness, A.Eu.801, Hp.Vict.4.90, Arist.Mir.842a22

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Orac.Sib.4.73
esterilidad μηδ' ἀκαρπίαν τεύξητε A.Eu.801, cf. Hp.Vict.4.90.3, Arist.Mir.842a22, LXX Pr.9.12c, op. πολυκαρπία Plu.2.103b, τῶν ἐλαιῶν IStratonikeia 310.30 (IV d.C.), ἀρουρῶν PLond.1674.34 (VI d.C.), cf. Orac.Sib.4.73
fig. esterilidad espiritual Isid.Pel.Ep.M.78.189C, 308C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαρπία: ἡ, ἀφορία, στείρωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 801, Ἱππ. 378. 491, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκ. 122. 2. [ἀκαρπῖη, Χρησ. Σιβ. 4. 73].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
stérilité.
Étymologie: ἄκαρπος.

Greek Monolingual

και ακαρπιά, η (Α ἀκαρπία) ἄκαρπος
έλλειψη καρπών, αφορία
αρχ.
έλλειψη παιδιών, ατεκνία.

Greek Monotonic

ἀκαρπία: ἡ (ἄκαρπος), αφορία, έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαρπία:бесплодие, бесплодность Aesch., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἄκαρπος
unfruitfulness, barrenness, Aesch.