ἀμφιδήριτος

From LSJ
Revision as of 12:57, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδήρῑτος Medium diacritics: ἀμφιδήριτος Low diacritics: αμφιδήριτος Capitals: ΑΜΦΙΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: amphidḗritos Transliteration B: amphidēritos Transliteration C: amfidiritos Beta Code: a)mfidh/ritos

English (LSJ)

ον, disputed, doubtful, νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8; μάχη Id.35.2.14.

Spanish (DGE)

-ον
dudoso, incierto νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8, τροφή Corn.ND 28
reñido μάχη Plb.35.2.14.

German (Pape)

[Seite 137] bestritten, zweifelhaft, νίκη Thuc. 4, 134; Pol. 4. 33; μάχη 35, 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδήρῑτος: -ον, φιλονικούμενος, ἀμφίβολος, νίκη Θουκ. 4. 134, μάχη Πολύβ. 35. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
disputé, douteux.
Étymologie: ἀμφί, δηρίομαι.

Greek Monolingual

ἀμφιδήριτος, -ον (Α) ἀμφιδηριῶμαι
αμφίβολος, διαφιλονικούμενος.

Greek Monotonic

ἀμφιδήρῑτος: -ον (δηρίομαι), αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, νίκη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδήρῑτος: оспариваемый, спорный (νίκη Thuc., Polyb.); с сомнительным исходом (μάχη Polyb.).

Middle Liddell

δηρίομαι
disputed, νίκη Thuc.