ἀναχωνεύω
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
smelt over again, Str.9.1.23, cf. PHolm.2.8, PLeid.X.6.
Spanish (DGE)
volver a fundir, refundir σκωρίαν Str.9.1.23, cf. PHolm.7, PLeid.X.6, Meth.Res.1.43
•fig. del bautismo χωρὶς πυρὸς ἀναχωνεῦον, καὶ ἀνακτίζον δίχα συντρίψεως Gr.Naz.M.36.368B.
German (Pape)
[Seite 215] umschmelzen, noch einmal ausschmelzen, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχωνεύω: ἐκ νέου χωνεύω, ἀναλύω ἐκ δευτέρου, τὴν παλαιὰν ἐκβολάδα καὶ σκωρίαν ἀναχωνεύοντες εὕρισκον, κτλ. Στράβ. 1. 399.
French (Bailly abrégé)
refondre.
Étymologie: ἀνά, χωνεύω.
Greek Monolingual
(Α ἀναχωνεύω)
(σε μέταλλα) τήκω πάλι, ξαναχωνεύω
αρχ.
ξαναγεννώ, (με έννοια ηθική) αναγεννώ, βελτιώνω.
Greek Monotonic
ἀναχωνεύω: μέλ. -σω, αναλύω εκ νέου, ξαναλιώνω, σε Στράβ.