ἀναχωνεύω

From LSJ
Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχωνεύω Medium diacritics: ἀναχωνεύω Low diacritics: αναχωνεύω Capitals: ΑΝΑΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: anachōneúō Transliteration B: anachōneuō Transliteration C: anachoneyo Beta Code: a)naxwneu/w

English (LSJ)

smelt over again, Str.9.1.23, cf. PHolm.2.8, PLeid.X.6.

Spanish (DGE)

volver a fundir, refundir σκωρίαν Str.9.1.23, cf. PHolm.7, PLeid.X.6, Meth.Res.1.43
fig. del bautismo χωρὶς πυρὸς ἀναχωνεῦον, καὶ ἀνακτίζον δίχα συντρίψεως Gr.Naz.M.36.368B.

German (Pape)

[Seite 215] umschmelzen, noch einmal ausschmelzen, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχωνεύω: ἐκ νέου χωνεύω, ἀναλύω ἐκ δευτέρου, τὴν παλαιὰν ἐκβολάδα καὶ σκωρίαν ἀναχωνεύοντες εὕρισκον, κτλ. Στράβ. 1. 399.

French (Bailly abrégé)

refondre.
Étymologie: ἀνά, χωνεύω.

Greek Monolingual

ἀναχωνεύω)
(σε μέταλλα) τήκω πάλι, ξαναχωνεύω
αρχ.
ξαναγεννώ, (με έννοια ηθική) αναγεννώ, βελτιώνω.

Greek Monotonic

ἀναχωνεύω: μέλ. -σω, αναλύω εκ νέου, ξαναλιώνω, σε Στράβ.

Middle Liddell

to fuse again, Strab.