ἀναπαιδεύω
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
educate afresh, S.Fr.487, Ar.Eq.1099.
Spanish (DGE)
reeducar Πηλέα ... γερονταγωγῶ κἀναπαιδεύω S.Fr.487, cf. Ar.Eq.1099, ὁμιλητάς Philostr.VS 523, ἑαυτόν Philostr.VS 528.
German (Pape)
[Seite 200] von neuem erziehen, unterrichten, Soph. frg. 434; parodirt von Ar. Equ. 1095.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαιδεύω: ἐκ νέου παιδεύω, διδάσκω, Σοφ. Ἀποσπ. 434, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1099.
French (Bailly abrégé)
instruire de nouveau ou complètement.
Étymologie: ἀνά, παιδεύω.
Greek Monolingual
(Α ἀναπαιδεύω) παιδεύω
παιδεύω, μορφώνω εκ νέου.
Greek Monotonic
ἀναπαιδεύω: μέλ. -σω, εκπαιδεύω από την αρχή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπαιδεύω: перевоспитывать Soph., Arph.