ἀρτάβη

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτάβη Medium diacritics: ἀρτάβη Low diacritics: αρτάβη Capitals: ΑΡΤΑΒΗ
Transliteration A: artábē Transliteration B: artabē Transliteration C: artavi Beta Code: a)rta/bh

English (LSJ)

ἡ, Persian measure,
A artaba, = 1 medimnus + 3 choenices, Hdt.1.192; or exactly 1 medimnus, Suid., Hsch.
II Egyptian measure of capacity, varying from 24 to 42 choenices, OGI90.30 (Rosetta), PLond.2.265 (i A. D.), POxy.9v8 (iii/iv A.D.), etc.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
artaba
1 medida persa de capacidad (1 medimno y 3 quénices) equivalente a 201 cótilas, unos 56 litros, Hdt.1.192
equivalente a 192 cótilas (1 medimno), Polyaen.4.3.32, Hsch., Sud.
2 medida egipcia de capacidad que oscila entre 24 y 42 quénices, equivalente a unos 39 litros, Plb.5.89.4, PCair.Zen.113.5, 124.7 (III a.C.), IPh.12bis.5 (II a.C.), OGI 90.30 (Roseta), PLond.24ue.18 (II a.C.), PIFAO 1.1.12 (I d.C.), PVindob.Salomons 5.18 (II d.C.), POxy.9ue.8, 9 (III/IV d.C.), PMasp.6ue.102 (IV d.C.), Epiph.Const.Mens.M.43.272B, Isid.Etym.16.26.16.
• Etimología: Préstamo quizá de origen iranio cf. aram. ’rdb, babilonio ardabu, elam. irtiba.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτάβη: ἡ, μέτρον Περσικὸν χωροῦν κατὰ τὸν Ἡρόδ. ἕνα μέδιμνον Ἀττικὸν καὶ τρεῖς χοίνικας, ἡ δὲ ἀρτάβη, μέτρον ἐὸν Περσικὸν χωρέει μεδίμνου Ἀττικῆς πλεῖον χοίνιξι τρισὶ Ἀττικῇσι Ἡρόδ. 1. 192· κατὰ Σουΐδ., καὶ Ἡσύχ. «ἀρτάβη· μέτρον Μηδικὸν σίτου, Ἀττικὸς μέδιμνος». - Ὑπάρχει ὡσαύτως καὶ Αἰγυπτία ἀρτάβη = Ἀττ. μετρητῇ Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 30, 4862 β, Ἐπιγρ. Κυρήν. αὐτόθι 5109 πρβλ. Sturz Μακεδ. Διαλ. σ. 87, Rawlinson Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
artabe, mesure persane de 1 médimne et 3 chénices attiques, environ 56 litres.

Greek Monolingual

ἀρτάβη, η (Α)
είδος περσικού και αιγυπτιακού μέτρου χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνειο ανατολικής προελεύσεως και συνδέεται με το αραμ. 'rdb και το μτγν. βαβυλ. αrdαbu. Παλαιότερα εθεωρείτο ότι προήλθε από την Αίγυπτο, σύμφωνα όμως με νεώτερη άποψη η λ. είναι αρχαία περσική και ανάγεται πιθ. σε τ. ŗd--. Πρόκειται δηλ. για τεχνικό όρο της διοικήσεως των Αχαιμενιδών, και μάλιστα πριν επιβληθεί η Αραμαϊκή ως επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας].

Greek Monotonic

ἀρτάβη: [ᾰ], ἡ, Περσική μονάδα όγκου, αρτάβη, = 1 μέδιμνος και 3 χοίνικες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτάβη:артаба (персидская мера емкости = 1 + 1/16 атт. медимна, т. е. ок. 56 л) Her.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: a Persian and Egyptian measure (Hdt.).
Other forms: Also ἀρτέβη
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.?
Etymology: Perhaps of Egyptian origin, Hultsch RE s. v., cf. Demotic 'rtb; but see Sethe GGN 1915, 112-118. Old Persian, Schmitt, Glotta 49 (1971) 100-102.

Middle Liddell


a Persian measure, artaba, = 1 medimnus + 3 choenices, Hdt.

Frisk Etymology German

ἀρτάβη: {artábē}
Grammar: f.
Meaning: N. eines persischen und ägyptischen Maßes (Hdt., Pap.).
Derivative: Davon in den Papyri mehrere Ableitungen: ἀρτάβιος ‘eine A. messend', ἀρταβιαῖος ib. (nach den Maßadjektiven auf -(ι)αῖος Chantraine Formation 49), ἀρταβίειος od. -ιεῖος ib.; vgl. zur Bildung κοτυλίειος (-ιεῖος), von κοτύλη, usw. (Mayser Pap. I 3, 95); Abstraktum ἀρταβιεία (-βεία, -βία) Abgabe von einer Artabe.
Etymology: Das Wort ist wahrscheinlich ägyptischen Ursprungs. Vgl. Hultsch P.-W. s. v.
Page 1,153