ἐθελοντί
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
Adv. = ἐθελοντηδόν (voluntarily, spontaneously, of one's own will, of one's own free will), Th.8.2, Plb.2.22.5, D.S.18.53, etc.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente, espontáneamente ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D.
German (Pape)
[Seite 718] = ἐθελοντήν, Thuc. 8, 2 D. Sic. 18, 53 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντί: ἐπίρρ., = ἐθελοντηδόν, ἐθελοντεί, Θουκ. 8. 2, Διόδ. 18. 53.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω.
Greek Monolingual
(AM ἐθελοντί)
επίρρ. θεληματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα του -ι].
Greek Monotonic
ἐθελοντί: επίρρ., = ἐθελοντηδόν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντί: Thuc., Diod. = ἐθελοντηδόν.
Middle Liddell
= ἐθελοντηδόν, Thuc.]