ἐκθερμαίνω

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθερμαίνω Medium diacritics: ἐκθερμαίνω Low diacritics: εκθερμαίνω Capitals: ΕΚΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: ekthermaínō Transliteration B: ekthermainō Transliteration C: ekthermaino Beta Code: e)kqermai/nw

English (LSJ)

strengthened for θερμαίνω, A warm thoroughly, Arist. HA580a9, Pr.878a38, Philostr. Gym.35; ποτῷ γυῖα Nic.Al.461:— Pass., become hot, Hp.VM16, Arist.Pr.863b27; with wine, Timae. 114. II cause to evaporate by heat, Arist.Pr.870a17 (Pass.): metaph., τὸν εὐρῶτα τῆς ψυχῆς οὐκ ἐκτεθέρμαγκε διὰ φιλοσοφίας Plu. 2.48c.

Spanish (DGE)

I tr.
1 calentar enteramente, hacer entrar en calor esp. ref. partes del cuerpo ὁκόσα κατέψυκται, ἐκθερμαίνειν Hp.Aph.5.19, τὸ ὀστέον Hp.VC 21, τοὺς πόδας ... πυρὶ καὶ ὕδατι Hp.Epid.5.57, ἑωυτήν Hp.Steril.224, ἡ ἀλώπηξ ... τῇ γλώττῃ λείχουσα ἐκθερμαίνει a las crías, Arist.HA 580a9, πρὶν ... ἡ τρῖψις ἐκθερμάνῃ (τὴν γονήν), οὐ τήκεται Arist.Pr.878a38, cf. Fr.221, ἐκθέρμαινε ποτῷ ἐψυγμένα γυῖα Nic.Al.461, ἐκθερμῆναν γὰρ ... τὸ φάρμακον τοῦ Ἡρακλέους τὸ σῶμα Thdt.Affect.8.17
ref. huevos empollar completamente o hasta el final Aesop.206.
2 fig., c. ac. de pers. o abstr. calentar, excitar, estimular (ὁ οἶνος) ἐκθερμαίνει τὸ σῶμα πρὸς μεῖξιν en sent. erót. T.Iud.14.3, τὸν δ' ἐντὸς εὐρῶτα τῆς ψυχῆς ... οὐκ ἐκτεθέρμαγκεν ... διὰ φιλοσοφίας Plu.2.48c, cf. Mar.16, τὴν καρδίαν ἡμῶν Gr.Nyss.Hom.in Cant.235.1, τὰς ψυχὰς ἡμῶν Chrys.M.61.774, cf. M.59.588, (προοίμιον) ἐκθερμαῖνον τὸν νεανίσκον περὶ τὴν ... ἀκρόασιν Procl.in Alc.129
abs. ἡδονὴ ἐπιστᾶσα καὶ ἐκθερμαίνουσα πρὸς ἀκολασίαν Corp.Herm.Fr.Ox.4.3.
II intr., en v. med.-pas., frec. de pers. o partes del cuerpo calentarse completamente, entrar en calor ἐκθερμανθῆναι ... λουτρῷ θερμῷ Hp.VM 16, ἐκθερμανθεὶς ἵδρωσε Hp.Epid.6.8.30, ἡ δὲ κόνις ... ψύχουσα γὰρ τὸ σῶμα οὐκ ἐᾷ ἐκθερμαίνεσθαι Hp.Vict.65.6, ἐκθερμαινόμενον τὸ ὑγρὸν ἀὴρ γίνεται Arist.Pr.883a4, cf. 870a17, τὸ δίψος δὲ δῆλον ὡς ἐκθερμαινομένου τοῦ σώματος es claro que la sed procede del calentamiento del cuerpo Arist.Pr.947b37, ὡς ἐκθερμαινόμενον, αὐαίνεται (τὸ δένδρον) se seca el árbol por exceso de calor Thphr.CP 3.9.1, a causa de la embriaguez, Timae.149, cf. Plu.2.652a, ὁ δὲ ... κομισθεὶς ... εἰς βαλανεῖον ... ἐξεθερμαίνετο Aristid.Or.48.76, περιψύξεως γενομένης ἔξωθεν, ἐκθερμαίνεται ... τὰ ἐντός Plu.2.694d, cf. Corp.Herm.Fr.24.14.

German (Pape)

[Seite 760] ganz u. gar erwärmen; Arist. probl. 2, 35; Theophr.; ἐκθερμανθέντες ἀπὸ τῆς μέθης Timae. bei Ath. II, 37 b. – Dutch Hitze herausbringen, vertilgen, ἐκτεθέρμαγκε Plut. de audit. 10 E., neben ἐξωθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθερμαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ θερμαίνω, τελείως, ἐντελῶς θερμαίνω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 34, Προβλ. 4. 14, κ. ἀλλ.: - Παθ. γίνομαι θερμός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Ἀριστ. Προβλ. 1. 39, κ. ἀλλ. ἐκθερμανθέντας ἀπὸ τῆς μέθης Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 37Β. ΙΙ. κάμνω νὰ ἐξατμισθῇ τι διὰ τῆς θερμάνσεως, Ἀριστ. Προβλ. 2. 35. ἐξαλείφω, διαγράφω, Πλούτ. 2. 48D.

French (Bailly abrégé)

1 échauffer fortement;
2 détruire par le feu.
Étymologie: ἐκ, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ἐκθερμαίνω (Α)
μσν.
θερμαίνω, ενισχύω ψυχικώς
αρχ.
1. θερμαίνω εντελώς
2. εξάπτομαι
3. με θέρμανση εξατμίζω
4. εξαλείφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθερμαίνω:
1) согревать, греть (τὰ τέκνα Arst.);
2) нагревать (τὸ σῶμα ὑπὸ κινήσεως ἐκθερμαινόμενον Arst.);
3) выжигать, уничтожать огнем (τὸν ἐντὸς εὐρῶτα Plut.);
4) испарять нагреванием (ἱδρὼς ἐκθερμαίνεται Arst.);
5) разжигать, возбуждать (τὰς ψυχάς Plut.).