ἐντριτωνίζω

From LSJ
Revision as of 15:58, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρῐτωνίζω Medium diacritics: ἐντριτωνίζω Low diacritics: εντριτωνίζω Capitals: ΕΝΤΡΙΤΩΝΙΖΩ
Transliteration A: entritōnízō Transliteration B: entritōnizō Transliteration C: entritonizo Beta Code: e)ntritwni/zw

English (LSJ)

Com. word in Ar.Eq.1189, to third with water, i.e. to mix three parts of water with two of wine, with a pun on Τριτογενής.

Spanish (DGE)

(ἐντρῐτωνίζω)
hacer una tripartición, dividir en tres partes ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν ἐνετριτώνισεν la Tritogenia lo tripartió c. juego de palabras sobre Τριτογενής y la mezcla de tres partes de agua con dos de vino, Ar.Eq.1189.

German (Pape)

[Seite 858] von Ar. Equ. 1189 komisch gebildetes Wort, mit Anspielung auf τρία u. Τριτογένεια, die Mischung besorgen, wo drei Maaß Wasser zu zwei Maaß Wein genommen wurden, Voß: »die Drittelung besorgen«.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρῑτωνίζω: κωμικὴ λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1189, ἀναμιγνύω τρία μέρη ὕδατος μετὰ δύο μερῶν οἴνου, - μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος ἡ Τριτογενής.

French (Bailly abrégé)

mettre trois cinquièmes d'eau.
Étymologie: ἐν, avec jeu de mots entre τρίτος et Τριτωνίς.

Greek Monolingual

ἐντριτωνίζω (Α)
(σκωπτικώς) ανακατώνω τρία μέρη νερού και δύο κρασιού (λογοπαίγνιο με το όνομα Τριτογενής στον Αριστοφ. Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν»).

Greek Monotonic

ἐντρῑτωνίζω: (ἐν, τρίτος), ανακατεύω τρία μέρη νερού με δύο μέρη κρασιού· λογοπαίγνιο στο όνομα ἡ Τριτογενής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντρῑτωνίζω: шутл. (по созвучию с τρία и Τριτογενής) растритонивать: ἐντριτωνίσαι τὸν οἶνον Arph. смешать две части вина с тремя частями воды.

Middle Liddell

[ἐν, τρίτος
to third with water, i. e. to mix three parts of water with two of wine, —with a pun on ἡ Τριτογενής, Ar.