ἐπίκυρτος

From LSJ
Revision as of 07:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκυρτος Medium diacritics: ἐπίκυρτος Low diacritics: επίκυρτος Capitals: ΕΠΙΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: epíkyrtos Transliteration B: epikyrtos Transliteration C: epikyrtos Beta Code: e)pi/kurtos

English (LSJ)

ον, arched, S.Ichn.294; round-shouldered, Πλάτωνος τὸ . Plu.2.53c.

German (Pape)

[Seite 955] etwas gekrümmt, buckelig, Sp., wie Plut. τοῦ Πλάτωνος τὸ ἐπίκυρτον, die gekrümmte Haltung des Plato, de adul. et am. discr. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκυρτος: -ον, κεκυρτωμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὀλίγον τι κυφός, Πλούτ. 2. 53C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
légèrement courbé, bossu.
Étymologie: ἐπί, κυρτός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίκυρτος, -ον) κυρτός
κυρτός προς τα κάτω ή προς τα εμπρός, σκυφτός
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο επίκυρτος
1. φυσόστομος ιχθύς της οικογένειας τών σαλμωνιδών
2. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας τών δασκυλλιδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκυρτον
η κυρτότητα, η καμπούρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκυρτος: согнутый, сутулый (τὸ ἐπίκυρτόν τινος μιμεῖσθαι Plut.).