ἐνδιαφθείρω

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιαφθείρω Medium diacritics: ἐνδιαφθείρω Low diacritics: ενδιαφθείρω Capitals: ΕΝΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: endiaphtheírō Transliteration B: endiaphtheirō Transliteration C: endiaftheiro Beta Code: e)ndiafqei/rw

English (LSJ)

fut. -ερῶ, to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.

Spanish (DGE)

abortar αἱ ἑταῖραι ... γινώσκουσιν ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρὶ κἄπειτ' ἐνδιαφθείρουσι Hp.Carn.19.

German (Pape)

[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.

French (Bailly abrégé)

détruire dans.
Étymologie: ἐν, διαφθείρω.

Greek Monolingual

ἐνδιαφθείρω (AM)
1. διαφθείρω, καταστρέφω
2. καταστρέφω το έμβρυο στη μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαφθείρω: (в чем-л.) разрушать, портить (τι Plut.).