ἡνιοχικός

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχικός Medium diacritics: ἡνιοχικός Low diacritics: ηνιοχικός Capitals: ΗΝΙΟΧΙΚΟΣ
Transliteration A: hēniochikós Transliteration B: hēniochikos Transliteration C: iniochikos Beta Code: h(nioxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for driving, εἶδος Pl.Phdr.253csq.; χιτὼν ἡ. a driver's coat, Callix.2; στολή Jul.Or.3.122c: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of driving, Pl.Ion538b. Adv. -κῶς Eust.1303.35.

German (Pape)

[Seite 1172] ή, όν, im Wagen- u. Rosselenken geschickt, Eust.; ἡ ἡνιοχικὴ τέχνη, die Kunst, die Rosse zu lenken, Plat. Ion 538 b, vgl. Phaedr. 253 d; χιτῶνες ἡνιοχικοί, wie sie die Wagenlenker haben, Callixen. bei Ath. V, 200 f. – Adv., Eust. 1303, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἡνιοχείαν, ἵππος Πλάτ. Φαίδρ. 253C, κἑξ.· χιτὼν ἡν., χιτὼν τοῦ ἡνιόχου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200F· ἡ -κη (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐλαύνειν, διευθύνειν, Πλάτ. Ἴωνι 538Γ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1303. 35.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cocher ; ἡ ἡνιοχική (τέχνη) l'art de conduire un char.
Étymologie: ἡνίοχος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἡνιοχικός, -ή, -όν) ηνίοχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική
η τέχνη του να διευθύνει κάποιος άρμα
μσν.-αρχ.
ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο επιδέξιος στο να οδηγεί άρμα («ἀνδρεῑοι καὶ ἡνιοχικοί», Ευστ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡνιοχική
η τέχνη του ηνιόχου.
επίρρ...
ἡνιοχικῶς (Μ)
με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο του ηνιόχου.

Greek Monotonic

ἡνιοχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την οδήγηση (ἡνιοχεία), σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη της οδήγησης άρματος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχικός: обладающий мастерством возницы (εἶδος ψυχῆς Plat.).

Middle Liddell

ἡνιοχικός, ή, όν
of or for driving, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art of driving, Plat.