ὀνεία
From LSJ
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.
French (Bailly abrégé)
v. ὄνειος¹.
Greek Monolingual
ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.
Greek Monotonic
ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνεία: ἡ (sc. δορά) ослиная шкура или кожа Babr.