βύζην

From LSJ
Revision as of 18:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύζην Medium diacritics: βύζην Low diacritics: βύζην Capitals: ΒΥΖΗΝ
Transliteration A: býzēn Transliteration B: byzēn Transliteration C: vyzin Beta Code: bu/zhn

English (LSJ)

Adv. A close pressed, closely, β. κλείειν Th.4.8, cf. Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, etc.; β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4; τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382. II = ἁθρόως (cf. Erot.), Hp.Nat.Puer.15, Mul.1.5.

Spanish (DGE)

adv.
1 abundantemente, a borbotones (αἷμα) β. ἀπιόν Hp.Nat.Puer.15, cf. Mul.1.5, en Erot.29.6, εὐνομ[ί] ης φόρτοισι ... βριθόμενος β. Epigr.Adesp.982.8.
2 apretadamente, estrechamente τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves Th.4.8, Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4
de pers. todos juntos κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos I.BI 3.296, cf. A.D.Adu.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29.
• Etimología: De *βυσ-δην, cf. βυνέω.

German (Pape)

[Seite 467] voll, dicht, gedrängt, Thuc. 4, 8, Schol. ἀθρόως, cf. B. A. 612. 942; Arr. An. 1, 19, 3; Luc. Lexiph. 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
en masse, en tas.
Étymologie: βύω.

Greek (Liddell-Scott)

βύζην: ἐπίρρ., στενῶς πεπιεσμένος, στενῶς, β. κλείειν Θουκ. 4. 8.

Greek Monolingual

βύζην επίρρ. (Α)
στενά, πυκνά, σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυσδην < (θ.) βυσ- του αορ. έβυσα + (επιρρ. κατάλ.) -δην].

Greek Monotonic

βύζην: (βύω), επίρρ., σφιχτά πιεσμένα, στενά κλεισμένα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

βύζην: adv. плотно, вплотную (τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν κλῄσειν Thuc.; ὠστιζόμενοι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύζην βύω adv., dicht op elkaar.

Middle Liddell

[βύω]
close pressed, closely, Thuc.