βουλευτός

From LSJ
Revision as of 19:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτός Medium diacritics: βουλευτός Low diacritics: βουλευτός Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: bouleutós Transliteration B: bouleutos Transliteration C: vouleftos Beta Code: bouleuto/s

English (LSJ)

ή, όν, A devised, plotted, A.Ch.494. II matter for deliberation, Arist.EN1113a2, etc. III βουλευτός, = βουλευτής, Hsch.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Alolema(s): dór. βωλ- Call.Lau.Pall.38
I planeado, instigado, decidido θάνατος Call.l.c.
II subst.
1 ὁ β. consejero Hsch.
2 neutr. objeto de deliberación β. δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό Arist.EN 1113a2.

German (Pape)

[Seite 457] berathschlagt, überlegt, Aesch. Ch. 494; worüber berathschlagt werden kann, Arist. Eth. 3, 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
délibéré, réfléchi.
Étymologie: adj. verb. de βουλεύω.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτός: -ή, -όν, ἐπινοηθείς, σχεδιασθείς, Αἰσχύλ. Χο. 494. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως καὶ συζητήσεως, ὑπόθεσις πρὸς ἐξέτασιν, σκέψιν καὶ ἀπόφασιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 17, κτλ.

Greek Monolingual

βουλευτός, -ή, -όν (Α) βουλεύω
1. επινοημένος, σχεδιασμένος
2. αυτός για τον οποίο πρέπει να γίνει συζήτηση και να ληφθεί απόφαση.

Greek Monotonic

βουλευτός: -ή, -όν, επινοημένος, σχεδιασμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βουλευτός:
1) придуманный, нарочно устроенный (καλύμματα Aesch.);
2) подлежащий обсуждению (τὰ πρὸς τὰ τέλη Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευτός -ά -όν βουλεύω
1. beraamd, gepland:. βουλευτοῖσιν ἐν καλύμμασιν in tevoren gepland omhulsel Aeschl. Ch. 494.
2. waarover valt te beraadslagen:. βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό voorwerp van beraad en voorwerp van keuze zijn identiek Aristot. EN 1113a2.

Middle Liddell

[from βουλήεις
devised, plotted, Aesch.