διαδέω
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
English (LSJ)
bind on either side, δ. τὸ πλοῖον ἀμφοτέρωθεν Hdt.2.29, cf. 4.154; δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arist.Aud.802a40; bandage, Herod.Med. ap.Orib.10.18.2; put in chains, δοῦλον POxy.1423.9 (iv A. D.); ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι fast-bound, Pl.Phd.82e:—Med., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς bind, wrap them round their left arms, App.Mith.86: abs., διαδεῖσθαι καυσίαις bind one's head (with a diadem), Plu.Demetr. 41; ὁ διαδούμενος the boy binding his hair, a famous statue by Polyclitus, Plin.HN34.55; διαδησάμενος Plu.2.489f:—Pass., διαδεδέσθαι τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, have one's head bound with... D.S.4.4, Luc.DMort.12.3.
Spanish (DGE)
I 1atar c. ac. externo de cosas δεῖ τὸ πλοῖον διαδήσαντας ἀμφοτέρωθεν ... πορεύεσθαι hay que avanzar sujetando la embarcación por ambas bordas Hdt.2.29, c. dat. instrum. ἂν δέ τις αὐτὰ ταινίᾳ διαδήσῃ Arist.Aud.802a40
•c. ac. de pers. y dat. instrum. σχοινίοισι αὐτὴν διαδήσας Hdt.4.154, αὐτοῦ ... ἱμᾶσιν LXX 4Ma.9.11
•arrestar δοῦλον ... δράσαντα δι[α] δήσας δέσμιον ἀγαγεῖν POxy.1423.9 (IV d.C.)
•aprisionar fig., en v. pas. γιγνώσκουσι ... τὴν ψυχὴν ... διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι Pl.Phd.82e.
2 vendar ἐρίοις δεσμοῖς τὰ κῶλα Gal.11.187, cf. 191, 235
•abs. καλὸν ... διαδεῖν καὶ κατειλεῖν Herod.Med. en Orib.10.18.2.
II en v. med. ceñirse διαδησάμενοι τὰ ἱμάτια ταῖς λαιαῖς ἀντὶ ἀσπίδων App.Mith.86
•διαδεῖσθαι κεφαλήν ceñirse la cabeza c. dat. instrum. διαδήματι Luc.DMort.25.3, μίτρᾳ D.S.4.4.4
•abs. ἀμπεχόμενον καὶ διαδούμενον περιττῶς καυσίαις διμίτροις Plu.Demetr.41, diadumenum ... iuuenem ref. a la escultura de Policleto, Plin.HN 34.55
•coronar en v. pas. Ἄτταλος ... βασιλεὺς ἀνηγορεύθη διαδησάμενος Plu.2.489e.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lier autour : τι qch ; τινά τινι entourer qqn de liens ; Pass. διαδεδέσθαι τὴν κεγαλὴν διαδήματι LUC avoir la tête ceinte d'un diadème ; fig. ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι PLAT l'âme emprisonnée dans le corps;
Moy. διαδέομαι, διαδοῦμαι ceindre d'un diadème.
Étymologie: διά, δέω¹.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέω: μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, δ. τὸ πλοῖον Ἡρόδ. 2, 29, πρβλ. 4. 154· δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Ἀριστ. Ἀκουστ. 36. ― Παθ., διαδεδεμένος, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Πλάτ. Φαίδωνι 82Ε. ― Μέσ., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς, δένω, τυλίσσω αὐτὰ περὶ τοὺς ἀριστεροὺς βραχίονας, Ἀππ. Μιθρ. 86· ― ἀπολ., διαδήσασθαι, δένω τὴν κεφαλήν μου (διὰ διαδήματος), Πλούτ. Δημητρ. 41· ὁ διαδούμενος, ἄφηβος δένων πέριξ τὴν κόμην αὑτοῦ διὰ ταινίας, περίφημον ἔργον τοῦ Πολυκλείτου· καὶ ἐν τῷ παθ., διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, ἔχων τὴν κεφαλὴν δεδεμένην διὰ…, Διόδ. 4. 4, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3.
Greek Monolingual
βλ. διαδώ.
Greek Monotonic
διαδέω: μέλ. -δήσω, δένω ολόγυρα, κι απ' τις δύο μεριές, τὸ πλοῖον, σε Ηρόδ. — Παθ., διαδεδεμένος, αυτός που είναι δεμένος σφιχτά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
διαδέω:
1) обвязывать, перевязывать (πλοῖον ἀμφοτέρωθεν Her.; τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Arst.): διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι Luc. (или μίτρᾳ Diod.) с диадемой (или митрой) на голове;
2) связывать (σχοινίοισί τινα Her.);
3) привязывать (ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη ἐν τῷ σώματι Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαδέω [διά, 1. δέω] vastbinden; overdr.: διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι (de ziel) ligt vastgekluisterd in het lichaam Plat. Phaed. 82e.
Middle Liddell
fut. -δήσω
to bind round, τὸ πλοῖον Hdt.:— Pass., διαδεδεμένος fast-bound, Plat.