κάπετος
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (for σκάπετος, from σκάπτω) A ditch, trench, ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν (ὀστέα) 24.797, cf. S.Aj.1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74. II shovel, spade (?), GDI4992aii6 (Gortyn).
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 creux, enfoncement;
2 particul. fosse, fossé;
3 tombe, tombeau.
Étymologie: p. *σκάπετος de la R. Σκαπ ou Σκα, creuser, cf. σκάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
κάπετος: ἡ, (ἀντὶ σκάπετος ἐκ τοῦ σκάπατος), τάφρος, ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, τάφος, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β.
English (Autenrieth)
ditch, grave, Il. 18.564, Il. 24.797. (Il.)
Greek Monolingual
κάπετος, ἡ (Α)
1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.)
2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.)
3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού
4. σπαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή του αρκτικού σ-].
Greek Monotonic
κάπετος: ἡ (αντί σκάπετος, από το σκάπτω), χαντάκι, τάφρος, σε Ομήρ. Ιλ.· τρύπα, τάφος, στο ίδ., σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κάπετος: (ᾰ) ἡ1) ров, окоп (ὄχθαι καπέτοιο βαθείης Hom.);
2) могила (κοίλη κ. Hom., Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπετος -ου, ἡ [~ σκάπτω] wat gegraven is greppel:; ὄχθας καπέτοιο... κατέβαλλε hij deed de kanten van de greppel instorten Il. 15.356; graf:; ἐς κοίλην κάπετον θέσαν zij legden (de urn) in een hol graf Il. 24.797; groef:. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ αἱ κάπετοι ἐντετμέαται met dat doel zijn ook de groeven erin gesneden Hp. Art. 72.
Frisk Etymological English
See also: s. σκάπετος.
Middle Liddell
κάπετος, ἡ, [for σκάπετος, from σκάπτω
a ditch, trench, Il.:— a hole, grave, Il., Soph.
Frisk Etymology German
κάπετος: {kápetos}
Grammar: f.
Meaning: Graben
See also: s. σκάπετος.
Page 1,780