κενανδρία
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἡ, lack of men, A.Pers.730 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.
Greek (Liddell-Scott)
κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.
Greek Monolingual
κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾶν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κενανδρία: ἡ, έλλειψη ανδρών, πολιτεία με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κενανδρία: ἡ отсутствие мужского населения или безлюдье Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενανδρία -ας, ἡ [κένανδρος] ontvolking.
Middle Liddell
κενανδρία, ἡ,
lack of men, dispeopled state, Aesch. [from κένανδρος