κολαστής
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
οῦ, ὁ, chastiser, punisher, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων A.Pers.827, cf. S.OT1148, E. Heracl.388, Pl.Lg.863a, Epicur.Sent.34, Phld.Mort.17, etc.; κ. τῶν ἀδικούντων Lys.27.3, cf. Gorg.Fr.6; νόμοι κ. Critias 25.6 D.; tormentor, in Hades, Plu.2.567d (pl.).
German (Pape)
[Seite 1472] ὁ, der Züchtiger, Strafer; Ζεύς τοι κολ. τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων Aesch. Pers. 813; Soph. O. R. 1148 El. 1455; Eur. Heracl. 389; νόμοι κολασταί Criti. bei S. Emp. adv. phys. 1, 54; κολ. τῶν ὰμαρτανόντων Plat. Legg. IX, 863 a; Lys. 27, 3 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui réprime, qui châtie.
Étymologie: κολάζω.
Greek (Liddell-Scott)
κολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κολάζων, τιμωρῶν, τιμωρός, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 827. οὕτω παρὰ Σοφ., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κ. τῶν ἀδικούντων Λυσ. 178. 6· νόμοι κολασταὶ Κριτίας 9. 6.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) κολάζω
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)
2. βασανιστής
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα.
Greek Monotonic
κολαστής: -οῦ, ὁ (κολάζω), τιμωρός, σωφρονιστής, σε Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
κολαστής: οῦ ὁ каратель (τῶν ὑπερκόμπων - v.l. ὑπερκόπων - φρονημάτων Aesch.; τῶν ἁμαρτανόντων Plat.; τῶν ἀδικούντων Lys.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολαστής -οῦ [κολάζω] bestraffend; subst. bestraffer:. Ζεύς τοι κολαστής … ἔπεστιν Zeus is zeker als bestraffer aanwezig Aeschl. Pers. 827; νόμους θέσθαι κολαστάς wetten instellen als bestraffers Criti. B 25.6.
Middle Liddell
κολαστής, οῦ, κολάζω
a chastiser, punisher, Trag.