κρεκάδια

From LSJ
Revision as of 22:13, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεκάδια Medium diacritics: κρεκάδια Low diacritics: κρεκάδια Capitals: ΚΡΕΚΑΔΙΑ
Transliteration A: krekádia Transliteration B: krekadia Transliteration C: krekadia Beta Code: kreka/dia

English (LSJ)

ων, τά, a kind of tapestry, Ar.V.1215.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.

Greek (Liddell-Scott)

κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.

Greek Monolingual

κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].

Greek Monotonic

κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.

Middle Liddell

κρεκάδια, ων, τά, κρέκω
a kind of tapestry, Ar.