κοναβίζω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
= κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Il.13.498, cf. 21.255; αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν 2.466, cf. Orph.H.38.9.
German (Pape)
[Seite 1480] = κοναβέω; σμερδαλέον κονάβιζε, vom Erze, Il. 13, 498. 21, 255; χθών 2, 466.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. κοναβέω.
Étymologie: κόναβος.
Greek (Liddell-Scott)
κονᾰβίζω: κοναβέω, περὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς σμερδαλέον κονάβιζε Ἰλ. Ν. 498, πρβλ. Φ. 255· αὐτὰρ ὑπὸ χθὼν σμ. κον. ποδῶν Ἰλ. Β. 466.
English (Autenrieth)
κοναβέω. (Il.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κονᾰβίζω: = κοναβέω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κοναβίζω: Hom. = κοναβέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοναβίζω [κόναβος] ep. imperf. κονάβιζε, kletteren.
Middle Liddell
κονᾰβίζω, = κοναβέω, Il.]