παροίνιος

From LSJ
Revision as of 07:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίνιος Medium diacritics: παροίνιος Low diacritics: παροίνιος Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΟΣ
Transliteration A: paroínios Transliteration B: paroinios Transliteration C: paroinios Beta Code: paroi/nios

English (LSJ)

ον, A f.l. for πάροινος, Id.Ach.981. II befitting a drinking party, ὄρχησις Ath.14.629e, cf. Luc.Salt.34; ἀγών Ph.1.353; παροίνιοι ᾠδαί, παροίνια μέλη, drinking songs, Sch.Ar.V.1217,1231; τὰ Πραξίλλης παροίνια = drinking songs, ib.1232; τρυφερὰ καὶ παροίνια γράφειν Plu. Dem.4.

German (Pape)

[Seite 525] zum Weine gehörig, dabei gebräuchlich, z. B. ᾆσμα, ὄρχησις, Ath. XIV, 629 e Luc. salt. 34, u. dergleichen; daher τὰ παροίνια, sc. μέλη, Trinklieder, Böckh Pind. frg. p. 555, wie Schol. Ar. Vesp. 1231 σκόλια erkl. τὰ παροίνια μέλη; vgl. Plut. Dem. 4. – Von Menschen, trunken, in der Trunkenheit stech, Ar. Ach. 981, wo der Schol. μέθυσος καὶ ὑβριστής erkl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l'ivresse ou les gens ivres ; τὰ παροίνια (μέλη) PLUT les chansons à boire, les chansons bachiques.
Étymologie: πάροινος.

Greek (Liddell-Scott)

παροίνιος: -ον, (οἶνος) = παροινικός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 981. ΙΙ. ὁ ἁρμόζων. εἰς ὅμιλον συμποσιαζόντων, ᾆσμα, ὄρχησις, Ἀθήν. 629Ε, Λουκ. π. Ὀρχ. 34· τὰ παροίνια, ᾄσματα ἀνήκοντα εἰς συμπόσια, ὡς τὰ σκόλια, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Σφ. 1232· τρυφερὰ καὶ π. γράφειν Πλουτ. Δημοσθ. 4· πρβλ Böckh εἰς Πίνδ. Ἀποσπ. σ. 555.

Greek Monolingual

ον, Α πάροινος
1. (για πρόσ.) αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του, που κάνει κακό μεθύσι («ὅτι παροίνιος ἀνήρ ἔφυ», Αριστοφ.)
2. αυτός που γίνεται ή αρμόζει στο κρασί, στο μεθύσι, ή αυτός που συνοδεύει την οινοποσία, τα συμπόσια (α. «ἀγὼν παροίνιος», Φίλ.
β. «ἰωνικὴ ὄρχησις παροίνιος», Αθήν.
γ. «παροίνιοι ᾠδαὶ» ή «παροίνια μέλη» — τα άσματα που έψαλλαν στα συμπόσια, όπως ήταν τα σκόλια).

Greek Monotonic

παροίνιος: -ον (οἶνος),
I. = παροινικός, σε Αριστοφ.
II. αυτός που αρμόζει σε όμιλο συμποσιαζόντων, σε Λουκ.· παροίνια, τραγούδια που ακούγονται σε συμπόσια, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παροίνιος:
1) пьяный, разгульный Arph.;
2) сопровождаемый попойкой (ὄρχησις Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροίνιος -ον [πάροινος] tot het drinkgelag behorend:. τὸ Φρύγιον τῆς ὀρχήσεως εἶδος τὸ παροίνιον de Frygische vorm van dansen bij het drinken Luc. 45.34; ποιητοῦ... παροίνια γράφοντος... μέμνηνται ze spreken over hem als een auteur van drinkliederen Plut. Demosth. 4.6.

Middle Liddell

παροίνιος, ον, οἶνος
I. = παροινικός, Ar.
II. befitting a drinking party, Luc.; παροίνια drinking songs, Plut.