πηχυαῖος

From LSJ
Revision as of 08:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηχῠαῖος Medium diacritics: πηχυαῖος Low diacritics: πηχυαίος Capitals: ΠΗΧΥΑΙΟΣ
Transliteration A: pēchyaîos Transliteration B: pēchyaios Transliteration C: pichyaios Beta Code: phxuai=os

English (LSJ)

α, ον, a cubit long, IG12.88.8, Hdt.2.48, 78, Hp.Fract.8, Pl.Phd.96e, Plb.6.23.12, etc.; τὸ π. Plot.6.3.21.

German (Pape)

[Seite 612] von der Länge eines πῆχυς, ellenlang; Her. 8, 55; Plat. Phaed. 96 e; Pol. 6, 23, 12; Schol. Il. 3, 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
long, large, etc. d'une coudée.
Étymologie: πῆχυς.

Greek (Liddell-Scott)

πηχυαῖος: -α, -ον, ἔχων μῆκος ἑνὸς πήχεως, Ἡρόδ. 2. 48, 78, Ἱππ. π. Ἀγμ. 757, Πλάτ. Φαίδων 96Ε κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172.

Greek Monolingual

-α, -ο / πηχυαῖος, -αία, -ον, ΝΑ, και μτγν. τ. επιγρ. πηχιαῖος, Α
αυτός που έχει μήκος ή ύψος ενός πήχυ (α. «άνθρωπος με πηχυαίο ανάστημα» β. «πηχυαῖα ἀγάλματα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πηχυαῖος: -α, -ον (πῆχυς), αυτός που έχει το μήκος ενός πήχυ, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πηχῠαῖος: размером в один пехий (локоть) Her., Plat., Polyb., Sext.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηχυαῖος -α -ον [πῆχυς] één el lang:. ὅσον τε πηχυαῖα ἀγάλματα νευρόσπαστα poppetjes van ongeveer een el groot die door touwen worden bewogen (d.w.z. marionetten) Hdt. 2.48.2; ξύλον πηχυαῖον een stuk hout van een el lang Hp. Fract. 8.

Middle Liddell

πηχυαῖος, η, ον πῆχυς
a cubit long, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

a cubit long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)