πολίαρχος
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ὁ, A ruler of a city, prince, π. πάτρᾳ Pi.N.7.85, cf. E.Rh. 381 (anap.). II = Lat. praefectus urbi, D.C.40.46, al., Lyd.Mag. 1.49 (pl.): as adjective, π. ἐξουσία ib.2.19; Thess. ττολίαρχος IG9(2).1233 (Phalanna, iii B.C., pl.).
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, Beherrscher einer Stadt; Pind. N. 7, 85; Eur. Rhes. 381; bes. als Staatsamt, der oberste Befehlshaber in einer Stadt, praefectus urbi, Sp., wie D. C. 40, 46.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 chef d'une cité;
2 à Rome préfet de la Ville.
Étymologie: πόλις, ἄρχω.
Greek (Liddell-Scott)
πολίαρχος: ὁ, ἄρχων πόλεως, κυβερνήτης, βασιλεύς, π. πάτρᾳ Πινδ. Ν. 7. 125, Εὐρ. Ρησ. 281. ΙΙ. ὁ διοικητὴς πόλεως, Λατ. pruefectus urbi, Δίων Κ. 40. 46.
English (Slater)
πολῐαρχος ruler of the city Αἰακόν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ (N. 7.85)
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, θεσσ. τ. πολίαρχος, Α
διοικητής πόλης
αρχ.
άρχοντας πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -αρχος].
Greek Monotonic
πολίαρχος: ὁ, κυβερνήτης πόλης, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολίαρχος: ὁ правитель города Pind., Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολίαρχος -ου, ὁ [πόλις, ἄρχω] heerser van een stad.