σκωπτόλης
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ου, ὁ, mocker, jester, Ar.V.788, D.C.46.18, etc.
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Spötter; Ar. Vesp. 788; D. Cass. 46, 18; vgl. Lob. zu Phryn. p. 613.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moqueur, qui lance des mots piquants.
Étymologie: σκώπτω.
Greek (Liddell-Scott)
σκωπτόλης: -ου, ὁ, ἀστεῖος, περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ σκώπτω, ὡς τὸ μαινόλης ἐκ τοῦ μαίνομαι). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ- του ενεστ. του ρ. σκώπτ-ω με επίθημα -όλης (πρβλ. μαιν-όλης: μαίνομαι)].
Greek Monotonic
σκωπτόλης: -ου, ὁ, σαρκαστής, αστεϊζόμενος, χωρατατζής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σκωπτόλης: ου ὁ шутник, балагур, насмешник Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκωπτόλης -ου, ὁ, [σκώπτω] spotter, grappenmaker.