κατακρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρεμάννυμι Medium diacritics: κατακρεμάννυμι Low diacritics: κατακρεμάννυμι Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katakremánnymi Transliteration B: katakremannymi Transliteration C: katakremannymi Beta Code: katakrema/nnumi

English (LSJ)

hang up, κὰδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67; τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Hdt.2.121.γ; δίκτυα Aen.Tact.11.6: in med. sense, κατακρεμάσασα… τόξα having hung the bow on herself, h.Hom.27.16: Ep.Subj., ὄφρα -κρεμάῃσιν Nic.Fr.74.42:—Pass., hang down, be suspended, Hp.Fract.21; κατακεκρέμαστο στέμμα D.S.18.26.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κρεμάννυμι), herabhangen lassen, aufhängen; ἔνθα κατακρεμάσασα τόξα καὶ ἰοὺς ἡγεῖται H. h. 27, 16; κατακεκρέμασμαι D. Sic. 18, 26.

French (Bailly abrégé)

ao. κατεκρέμασα, Pass. pf. κατακεκρέμασμαι;
suspendre.
Étymologie: κατά, κρεμάννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρεμάννυμι: μέλλ. -κρεμάσω, κρεμῶ πρὸς τὰ κάτω, κάδ δ’ πασσαλόφιν κρέμασε φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 67· τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κ. Ἡρόδ. 2. 121, 3· ἐν Ὁμ. Ὕμν. 27. 16, κεῖται ἐπὶ μέσης σημασίας, κατακρεμάσασα… τόξα, κρεμάσασα τὰ τόξα ἐξ ἑαυτῆς.― Παθ., εἶμαι κρεμασμένος πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767, Διόδ. 18. 26· πρβλ. τὸ προηγ.

Greek Monolingual

κατακρεμάννυμι (Α)
κρεμώ από κάποιο μέρος προς τα κάτω («κάδ δ' ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρεμάννυμι «κρεμώ»].

Greek Monotonic

κατακρεμάννυμι: μέλ. -κρεμάσω, κρεμώ προς τα κάτω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κρεμάννυμι, act. met acc., causat. doen hangen, ophangen, met ἔκ + gen.:; κὰδ δ’ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα hij hing de lier aan de haak op Od. 8.67; met κατά + gen.:; τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τείχεος κατακρεμάσαι het lijk aan de muur te hangen Hdt. 2.121γ.1; pass. intrans. hangen; met ἔκ + gen. aan.

Russian (Dvoretsky)

κατακρεμάννῡμι: (fut. κατακρεμάσω; aor. κατεκρέμασα) подвешивать, привешивать (ἐκ πασσαλόφιν φόρμιγγα Hom. - in tmesi; τόξα καὶ ἰούς HH; τοῦ φωρὸς τὸν νέκυν κατὰ τοῦ τεῖχεος Her.); pass. pf. быть подвешенным, висеть (διὰ κρίκων κατακεκρέμαστο στέμμα Diod.).

Middle Liddell

fut. -κρέμασω
1. to hang up, Od., Hdt.
B. κατακρέμαμαι Pass. to hang down, be suspended, Hdt. </entry>