προίκιος

From LSJ
Revision as of 08:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προίκιος Medium diacritics: προίκιος Low diacritics: προίκιος Capitals: ΠΡΟΙΚΙΟΣ
Transliteration A: proíkios Transliteration B: proikios Transliteration C: proikios Beta Code: proi/kios

English (LSJ)

ον, = προικιμαῖος (gratuitous, belonging to a dowry) 1, π. ἀοιδός, of the cicada, AP 6.120 (Leon.) ; π. χάρις, of honey, ib. 9.404 (Antiphil.) ; dub.l. in Call. Fr. 542 = Oxy. 2079.34.

German (Pape)

[Seite 725] = Vorigem; χάρις, heißt der Honig, Antiphil. 29 (IV, 404); ἀοιδός, d. i. τέττιξ, Leon. Tar. 60 (VI, 120).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait qch gratuitement.
Étymologie: προίξ.

Greek (Liddell-Scott)

προίκιος: ον = τῷ προηγ., πρ. ἀοιδός, ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 6. 120· πρ. χάρις, ἐπὶ τοῦ μέλιτος, αὐτόθι 9. 404.

Greek Monolingual

-ον, Α προίξ, -κός]
1. αυτός που δίνεται δωρεάν
2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» — ο τέττιγας, το τζιτζίκι
β) «προίκιος χάρις» — το μέλι.

Greek Monotonic

προίκιος: -ον (προίξ), αυτός που δίνεται ως προίκα, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προίκιος -ον [προίξ] gratis.

Russian (Dvoretsky)

προίκιος: безвозмездный, даровой (ἀοιδός, т. е. τέττιξ Anth.).

Middle Liddell

προίκιος, ον, προΐξ
gratuitous, Anth.