βελοσφενδόνη
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ἡ, dart wrapped with pitch and tow, and thrown while on fire from an engine, Plu.Sull.18.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ hondada tal vez de catapulta, Plu.Sull.18.
German (Pape)
[Seite 441] ἡ, Pfeilschleuder; bes. mit Werg umwickelte u. mit Pech bestrichene Brandpfeile, Plut. Sull. 18; vgl. Liv. 21, 8, falarica.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
flèche garnie d'une étoupe enflammée.
Étym. lat. falarica.
Greek (Liddell-Scott)
βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος μέ στυππεῖον καὶ πίσσαν τετυλιγμένον καὶ ῥιπτόμενον ἐκ μηχανῆς, ἐνῷ διατελεῖ φλεγόμενον, Πλούτ. Συλλ. 18· Λατ. falarica, Λίβ. 21. 8.
Greek Monolingual
βελοσφενδόνη, η (Α)
βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, που εκσφενδονίζεται αναμμένο.
Greek Monotonic
βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βελοσφενδόνη: ἡ зажигательный снаряд Plut.
Middle Liddell
a dart wrapped with pitch and tow, and thrown while on fire, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βελοσφενδόνη -ης, ἡ βέλος, σφενδόνη brandende pijl, brandpijl.