ἀελλαῖος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
α, ον, storm-swift, πελειάς S. OC 1081 (lyr.).
Spanish (DGE)
-α, -ον rápido como el huracán πελειάς S.OC 1081.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
impétueux comme la tempête.
Étymologie: ἄελλα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλαῖος: -α, -ον, = ταχὺς ὡς θύελλα, πελειάς, Σοφ. Ο. Κ. 1081.
Greek Monotonic
ἀελλαῖος: -α, -ον (ἄελλα), γρήγορος σαν θύελλα· πελειάς, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀελλαῖος: быстрый как вихрь (πελειάς Soph.).
Middle Liddell
ἄελλα
storm-swift, πελειάς Soph.