γεωτόμος

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωτόμος Medium diacritics: γεωτόμος Low diacritics: γεωτόμος Capitals: ΓΕΩΤΟΜΟΣ
Transliteration A: geōtómos Transliteration B: geōtomos Transliteration C: geotomos Beta Code: gewto/mos

English (LSJ)

ον, cutting the ground, ὅπλον AP 10.101 (Bian.).

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): γειοτόμος A.R.1.687, Opp.C.1.137, Nonn.D.2.411, 6.375, 37.400
que rotura la tierra, ἄροτρον A.R.l.c., Opp.l.c., ὅπλον AP 10.101 (Bianor), τρίαινα Nonn.D.2.411, cf. 6.375, ῥεέθρῳ ὄμβρου γειοτόμοιο ῥάχις κοιλαίνετο γαίης Nonn.D.37.400
subst. ὁ γ. labrador, AP 9.741.

German (Pape)

[Seite 488] die Erde aufreißend, pflügend, ὅπλον Bian. (X, 101); ὁ, Ep. ad. 229 (IX, 741).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fend la terre ; qui cultive, laboure.
Étymologie: γῆ, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

γεωτόμος: -ον, ὁ κόπτων, ἀνοίγων τὸ ἔδαφος, γεωργῶν, Ἀνθ. II. 10. 101.

Greek Monolingual

γεωτόμος, -ον (Α)
αυτός που οργώνει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + -τόμος < τόμος < τέμνω (πρβλ. βαλλαντιοτόμος, υλατόμος].

Greek Monotonic

γεωτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που σκάβει, ανοίγει το έδαφος, που οργώνει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γεωτόμος: IIземлепашец, пахарь Anth.
роющий землю, пашущий (ὅπλον Anth.).

Middle Liddell

[γῆ, τέμνω
cutting the ground, ploughing, Anth.