Κοννᾶς

From LSJ
Revision as of 11:10, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κοννᾶς Medium diacritics: Κοννᾶς Low diacritics: Κοννάς Capitals: ΚΟΝΝΑΣ
Transliteration A: Konnâs Transliteration B: Konnas Transliteration C: Konnas Beta Code: *konna=s

English (LSJ)

or Κόννος, ὁ, Connas, Konnas, a famous harpist who taught Socrates, Pl. Euthd. 272c, but died in want, Cratin.317, Ar.Eq.534: hence prov., Κόννου θρῖον = trifle, Sch.Ar.V.673; altered to Κόννου ψῆφος by Ar. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

Κοννᾶς: ἢ Κόννας, ὁ, αὐλητὴς ἐξόχου δεξιότητος ἐν τῷ αὐλεῖν, ἀλλὰ μέθυσος καὶ ἀπερίσκεπτος εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε ἀπέθανεν ἐν ἐνδείᾳ· ὅθεν Κόννου ψῆφος, παροιμ. ἐπὶ γνώμης ἀναξίας λόγου, Ἀριστοφ. Σφ. 675, ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Ἱππ. 534· δὲν δυνάμεθα δὲ νὰ ἀποφανθῶμεν ἂν ὁ Κοννᾶς ἦτο ὁ αὐτὸς καὶ Κόννος, ὁ διδάσκαλος τοῦ Σωκράτους εἰς τὴν κιθάραν, Πλάτ. Εὐθύδ. 272C, κ. ἀλλ.· ― κοννόφρων, ὡσαύτως μνημονεύεται ὑπὸ Ἡσυχ. μετὰ τῆς ἑρμηνείας ἠλίθιος.

Greek Monotonic

Κοννᾶς: ή Κόννας, ὁ, μέθυσος αυλητής· Κόννου ψῆφος, παροιμ., γνώμη άνευ σημασίας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κοννᾶς: ᾰ ὁ Arph. demin. к Κόννος.

Middle Liddell


a drunken flute-player; Κόννου ὁ ψῆφος, proverb. of a worthless opinion, Ar.