δυσδιάκριτος
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ον, A hard to distinguish, Str.13.4.12, Clytus 1; ἀξίαι Plu. 2.617 d; δ. ἀπό… Corn.ND31. II of litigants, whose case is hard to decide, D.S.33.28a. III hard to digest, Xenocr.9.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de distinguir, indistinguible δ. ἐστι τὸ ... γένος Clytus 1, τὰ νότια μέρη ... δυσδιάκριτα εἶναι, παραπίπτοντα εἰς ἄλληλα Str.13.4.12, τὰ τοῦ θεοῦ ἴδια Corn.ND 31, ἡ δὲ (διάθεσις) μετὰ τοῦ πεπληρῶσθαι δ. ἐστιν Gal.7.332, cf. 8.386, πάντα ὅμοια καὶ δυσδιάκριτα Fauorin.de Ex.15.31, δυσδιάκριτον ποιεῖ τὴν βάσιν Aristid.Quint.51.21, τὸ πρᾶγμα Chrys.M.57.198, cf. Simp.in de An.14.12, τὸ δ' ὅμοιον ἐν τῷ ὁμοίῳ δ. Phlp.in Mete.74.23, c. ἀπό y gen. ὁ μὲν οὐσιώδης ... δ. ἀπὸ τῆς οὐσίας ἐστίν Simp.in Ph.638.26, c. dat. δ. ἐστι ταῖς ἀκοαῖς ἡ ἐξαλλαγὴ τοῦ μέλους Porph.in Harm.170.28, c. rég. de interr. indir. ὅθεν καὶ δυσδιάκριτόν ἐστι τῷ πίνοντι πότερον γάλα ἐστὶν ἢ οὔ Sch.Nic.Al.376b.
2 de litigantes cuyo caso es difícil de fallar D.S.33.28b
•difícil de juzgar o discernir προβλήματα ... ἐν οἷς δ. τοῦ πιθανωτέρου ἡ εὕρεσις Basil.M.31.401B.
3 medic. difícil de digerir ποτάμιοι (ἰχθύες) Xenocr.6.
II adv. -ως con dificultad de interpretación glos. a δυσκρίτως Sch.A.Pr.662S.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu beurtheilen, zu unterscheiden, Strab. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à discerner, à distinguer.
Étymologie: δυσ-, διακρίνω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάκρῐτος: -ον, δυσκόλως διακρινόμενος, Στράβων 628, Κλύτος παρ’ Ἀθην. 655E.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσδιάκριτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διακρίνεται («ἀξίαι δυσδιάκριτοι»)
νεοελλ.
αυτός που μόλις διαφαίνεται, αμυδρός, συγκεχυμένος
αρχ.
1. (για δικαστική υπόθεση) αυτή που δύσκολα επιλύεται
2. δύσπεπτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιάκρῐτος: трудно поддающийся определению Plut.