εὐάν
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ] εὔἁν D.T.642.18, Hdn.Gr.1.503, 2.12), euhan, a cry of the Bacchanals, cf. εὐοῖ, E. Tr.326, Luc.Trag.38.—Acc. to Hsch., an Indian name for ivy, which was sacred to Bacchus.
French (Bailly abrégé)
interj.
évan (évoé), cri des Bacchantes.
Étymologie: cf. εὐαί.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάν: ᾱ, κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ εὖα, εὐοῖ, Εὐρ. Τρῳ. 326, Λουκ. Τραγ. 38. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ., Ἰνδικὴ λέξις σημαίνουσα τὸν κισσόν, ὅστις ἦτο ἱερὸς τῷ Βάκχῳ.
Greek Monolingual
εὐάν (Α)
ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα εὐαί, εὐοί, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῑ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευοί].
Greek Monotonic
εὐάν: [ᾱ], ευάν, κραυγή, ιαχή των οργιαστών του Βάκχου, όπως το εὐοῖ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐάν: (ᾱ) (= εὖα и εὐοῖ) interj. эван! (вакхический возглас) Eur., Plut.