θεώτερος
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
English (LSJ)
v. θεός III.
German (Pape)
[Seite 1206] compar. von θεός, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
v. θεός.
Greek (Liddell-Scott)
θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ θεός, θειότερος, μᾶλλον θεῖος, ἴδε θεὸς ΙΙΙ.
English (Autenrieth)
divine, for the gods, i. e. rather than for men, of the two entrances (cf. θηλύτερος), πύλαι, Od. 13.111†.
Greek Monotonic
θεώτερος: -α, -ον, συγκρ. του θεός, περισσότερο θεϊκός· βλ. θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεώτερος: Hom. compar. к θεός II.