καταστοχασμός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ὁ, conjecture, D.S.1.37.
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.
Greek Monolingual
καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχασμός: ὁ предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).