καλλιπέδιλος

From LSJ
Revision as of 21:17, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπέδῑλος Medium diacritics: καλλιπέδιλος Low diacritics: καλλιπέδιλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: kallipédilos Transliteration B: kallipedilos Transliteration C: kallipedilos Beta Code: kallipe/dilos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with beautiful sandals, h.Merc.57.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.

Greek Monolingual

καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβροπέδιλος, χρυσοπέδιλος].

Greek Monotonic

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπέδῑλος: обутый в красивые сандалии (Μαιάς HH).

Middle Liddell

καλλι-πέδῑλος, ὁ, ἡ, πέδιλον
with beautiful sandals, Hhymn.