μετάχρονος

From LSJ
Revision as of 22:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάχρονος Medium diacritics: μετάχρονος Low diacritics: μετάχρονος Capitals: ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: metáchronos Transliteration B: metachronos Transliteration C: metachronos Beta Code: meta/xronos

English (LSJ)

ον, out of date, anachronistic, πράγματα μ. [ὀρχεῖσθαι] Luc.Salt.80.

German (Pape)

[Seite 157] nach der Zeit, später geschehen, Luc. salt. 80.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
postérieur, tardif.
Étymologie: μετά, χρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

μετάχρονος: -ον, ὁ μετὰ χρόνον, ὁ ἔπειτα γενόμενος, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.

Greek Monolingual

μετάχρονος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται καθυστερημένα, αναχρονιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + χρόνος.

Greek Monotonic

μετάχρονος: -ον, καθυστερημένος, αυτός που συμβαίνει αργότερα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετάχρονος: позднейший, поздний (τὰ πράγματα μετάχρονα ἢ πρόχρονα Luc.).

Middle Liddell

μετά-χρονος, ον
after the time, done later, Luc.