ναρκάω

From LSJ
Revision as of 22:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναρκάω Medium diacritics: ναρκάω Low diacritics: ναρκάω Capitals: ΝΑΡΚΑΩ
Transliteration A: narkáō Transliteration B: narkaō Transliteration C: narkao Beta Code: narka/w

English (LSJ)

fut. -ήσω LXX Da.11.6:—grow stiff or numb, χεὶρ νάρκησε Il.8.328; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Pl.Men.80b; ψυχῆς ναρκώσης Democr.290; τὸ ἡσυχάζον ναρκᾷ Epicur.Sent.Vat.11; τὸ νεῦρον ὃ ἐνάρκησεν LXX Ge.32.32(33); χεὶρ νεναρκηκυῖα J.AJ8.8.5; of the numbness caused by the fish νάρκη, Arist.HA620b19, cf. Pl.Men. 84b; ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Theoc.27.51.

German (Pape)

[Seite 229] starr, gelähmt werden, erstarren; νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ, Il. 8, 328, die Hand wurde gelähmt od. erstarrte, weil die Sehnen an der Handwurzel durchschnitten waren; ναρκᾶν ποιεῖ, macht erstarren, Plat. Men. 80 a; ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, ib. b; so auch A.; ἔλαφος γυῖα ναρκήσας, Babr. 46, 1; bei Ath. ist von dem Fische νάρκη gesagt ναρκᾶν καὶ ἀκινητίζειν ποιεῖ, VII, 314 c; von der Wirkung der Kälte, ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ τὸ πήγνυσθαι καὶ ναρκᾶν ἐπιγίγνεται, Plut. de prim. frig. 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être engourdi.
Étymologie: νάρκη.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκάω: γίνομαι δυσκίνητος, ναρκοῦμαι, Λατ. torpere, χεὶρ νάρκησε Ἰλ. Θ. 328· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ Πλάτ. Μένων 80Β, πρβλ. 48Β· ἐπὶ τῆς ἀναισθησίας ἣν προξενεῖ ὁ ἰχθὺς νάρκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 3· ναρκῶ, ναὶ τὸν Πᾶνα Θεόκρ. 27. 50· πρβλ. μαλκίω.

English (Autenrieth)

only aor., νάρκησε, was palsied, Il. 8.328†.

Greek Monotonic

ναρκάω: μέλ. -ήσω, Επικ. αόρ. αʹ νάρκησα· γίνομαι άκαμπτος, καθίσταμαι δυσκίνητος ή ναρκώνομαι, Λατ. torpere, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ναρκάω: цепенеть, коченеть (ἡττωμένῳ τῷ θερμῷ Plut.): νάρκησε χείρ Hom. бессильно повисла рука; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ν. Plat. остолбенеть и онеметь; ν. ποιεῖν Plat. приводить в состояние оцепенения, оглушать.

Middle Liddell

ναρκάω,
to grow stiff or numb, Lat. torpere, Il., Plat. [from νάρκη