μονοστιβής
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ές, (στείβω) walking alone, unattended, A.Ch. 768.
German (Pape)
[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui marche peu, solitaire.
Étymologie: μόνος, στείβω.
Greek (Liddell-Scott)
μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.
Greek Monolingual
μονοστιβής, -ές (Α)
αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο-στιβής].
Greek Monotonic
μονοστιβής: -ές (στείβω), αυτός που βαδίζει μόνος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μονοστῐβής: идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μ. Aesch.).
Middle Liddell
μονο-στῐβής, ές στείβω
walking alone, Aesch.