μῆρα

From LSJ
Revision as of 22:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆρα Medium diacritics: μῆρα Low diacritics: μήρα Capitals: ΜΗΡΑ
Transliteration A: mē̂ra Transliteration B: mēra Transliteration C: mira Beta Code: mh=ra

English (LSJ)

τά, old pl. of μηρός 2, = μηρία, Il.1.464, al., B.Fr.3.4, Ar.Pax 1088; Ποσειδάωνι… πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. pl.
c. μηρία.

Greek (Liddell-Scott)

μῆρα: τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. τύπος ἀντὶ μηρία, οὐχὶ ἀνώμαλος πληθ. τοῦ μηρός, (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., οὕτως Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.

English (Autenrieth)

see μηρίον.

Greek Monolingual

μῆρα, τὰ (Α)
οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός.

Greek Monotonic

μῆρα: τά, =μηρία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῆρα: τά Hom. = μηρία.

Middle Liddell

μῆρα, ων, τά, = μηρία, Il., Ar.]