παραδιατριβή

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, unnütze Beschäftigung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιατρῐβή: ἡ, ἀνωφελής, ματαία συζήτησις, ἴδε διαπαρατριβή.

English (Strong)

from a compound of παρά and διατρίβω; misemployment, i.e. meddlesomeness: perverse disputing.

English (Thayer)

παραδιατριβης, ἡ, useless occupation, empty business, misemployment (see παρά, IV:2): (cf. Winer's Grammar, 102 (96)), see διαπαρατριβή. Not found elsewhere; (cf. παραδιατυπόω in Justinian (in Koumanoudes, Λεξεις ἀθησαυρος, under the word)).

Greek Monolingual

ή, Α
ανώφελη συζήτηση ή μάταιη ασχολία («παραδιατριβαί διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- διατριβή (< διατρίβω)].

Russian (Dvoretsky)

παραδιατριβή:пустое занятие (NT - v. l. διαπαρατριβή).

Chinese

原文音譯:paradiatrib» 爬拉-笛阿-特里卑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-經過-磨損
字義溯源:錯誤應用,無理取鬧,爭論,爭競,時常不和,不斷爭競,頑強競爭,互相激怒;由(παρά)*=旁,出於)與(διατρίβω)=消磨)組成;其中 (διατρίβω)又由(διά)*=通過)與(τρίβος)=路徑,走踏成路)組成;而 (τρίβος)又出自(τρίβος)X*=磨擦)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 不斷爭競(1) 提前6:5