πλῆντο
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
3 pl. Epic aor. Pass. both of πίμπλημι and of πελάζω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de πίμπλημι.
Greek (Liddell-Scott)
πλῆντο: γ΄ πληθ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. τοῦ τε πίμπλημι καὶ τοῦ πελάζω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
πλῆντο: γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ μαζί του πίμπλημι και του πελάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλῆντο ep. indic. aor. med. 3 plur. van πίμπλημι.
Russian (Dvoretsky)
πλῆντο:
I эп. 3 л. pl. aor. 2 к πίμπλημι.
II эп. 3 л. pl. aor. 2 к πελάζω.