σπαρτοπόλιος

From LSJ
Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαρτοπόλιος Medium diacritics: σπαρτοπόλιος Low diacritics: σπαρτοπόλιος Capitals: ΣΠΑΡΤΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: spartopólios Transliteration B: spartopolios Transliteration C: spartopolios Beta Code: spartopo/lios

English (LSJ)

ον, A with a sprinkling of grey hairs, Men.979 (nisi leg. -όπωλις), Poll.4.133,134,151; σπαρνο- in Hsch. II name of a gem, Plin.HN37.191.

German (Pape)

[Seite 917] mit zerstreu'ten grauen Haaren, v.l. für σπαρνοπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

σπαρτοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων σποράδην τρίχας πολιάς, ὁ ἔχων «ψαρὰ μαλλιά», ὡς τὸ Ὁμηρ. μεσαιπόλιος, (Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 361), Μένανδρ. παρὰ Φωτ. (ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 5, σ. 108), Πολυδ. Δ΄, 133, 134, 151· σπαρνο- παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 73.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει εδώ κι εκεί γκρίζες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαρτός (< σπείρω) + πολιός «γκριζομάλλης»].

Russian (Dvoretsky)

σπαρτοπόλιος: с проседью Men.