συναγελαστικός

From LSJ
Revision as of 09:12, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγελαστικός Medium diacritics: συναγελαστικός Low diacritics: συναγελαστικός Capitals: ΣΥΝΑΓΕΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synagelastikós Transliteration B: synagelastikos Transliteration C: synagelastikos Beta Code: sunagelastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, gregarious, of fish, Arist.Fr.321, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.13, Porph.Abst.3.11; of men, Hierocl.p.52A.: τὸ -κόν gregariousness, Artem.2.20.

German (Pape)

[Seite 995] in Heerden zusammenlebend, von Menschen, Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 22; von Vögeln, Schol. Il. 2, 463.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se rassemble d'ordinaire en troupeau ou en troupe.
Étymologie: συναγελάζω.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγελαστικός: -ή, -όν, ὁ κατ’ ἀγέλας ζῶν, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 302, πρβλ. Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 11· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 414. 40· τὸ συναγελαστικόν, τὸ κατ’ ἀγέλας ζῆν, Ἀρτεμίδ. 2. 20.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συναγελάζομαι
1. (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι ζῷον», Ευστ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει μαζί με άλλους, κοινωνικός («φύσει συναγελαστικὸν ζῷον γέγονεν ὁ ἄνθρωπος», Νεμέσ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ συναγελαστικόν
η συμβίωση σε αγέλες ή η ζωή μέσα σε κοινωνία.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγελαστικός: живущий стаями, стадный Arst.