τηθίς

From LSJ
Revision as of 09:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηθίς Medium diacritics: τηθίς Low diacritics: τηθίς Capitals: ΤΗΘΙΣ
Transliteration A: tēthís Transliteration B: tēthis Transliteration C: tithis Beta Code: thqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (τήθη) father's or mother's sister, aunt, Is.9.19, D.27.14, 43.29, Men.923.5, J.AJ3.12.1 (vv.ll. τιτθίσι, τιθίσι, τιτθαῖς), 16.10.5 (vv.ll. τιτθίδα, τητθίδα), 17.1.1 (v.l. τητθίδα, Lat. vers. nutricem), Plu.2.838b, Hierocl.p.61 A. (τιθιδες, τιθίδες codd.), Lib.Decl.5.52 (one cod., vv.ll. τητθίδα, τιτθίδα), 26.21 (τιτθίδας codd., τιθίδας as cited by Thom.Mag.p.360 R., who thinks it may mean grandmothers or great-aunts); ἡ πρὸς πατρὸς τη[θίς] POxy.503.3 (ii A.D.); τῆς τηθίδος μου κύριος PSI9.1065.28 (ii A.D.); οὐκ ἐξὸν Ῥωμαίοις ἀδελφὰς γῆμαι οὐδὲ τηθίδας PGnom.70 (ii A.D.); ὥσπερ οὐδὲ νῦν τιτθίδας (leg. τηθίδας) οὐδ' ἀδελφὰς γαμοῦσιν Plu.2.265d; τηθίδα PStrassb.41.8 (iii A.D.); dat. spelt τειθειδι Supp.Epigr.6.221 (Phrygia).

German (Pape)

[Seite 1105] ίδος, ἡ, Vaters- od. Mutterschwester, Tante; Dem. 27, 14; Suid. erkl. θεία; vgl. Lob. Phryn. 134.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
tante paternelle ou maternelle.
Étymologie: τήθη.

Greek (Liddell-Scott)

τηθίς: -ίδος, ἡ, (τήθη) ἀδελφὴ πατρὸς ἢ μητρός, θεία, Δημ. 818. 4., 1039. 4, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 17. 5, Πλούτ. 2. 838Β, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 134.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. τιτθίς, -ίδος, ἡ, Α
η θεία, η αδελφή του πατέρα ή της μητέρας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς)].

Greek Monotonic

τηθίς: -ίδος, ἡ, αδερφή πατέρα ή μητέρας, θεία, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

τηθίς: ίδος ἡ тетка (со стороны отца или матери) Dem., Men., Plut.

Middle Liddell

τηθίς, ίδος, ἡ,
a father's or mother's sister, aunt, Dem.