χειροήθεια
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ἡ, domestication, Arist.Phgn.809a33, Gp.16.1.11.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, Zahmheit, Arist. physiogn. 5, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χειροήθεια: ἡ, ἡμερότης, ἡμέρωσις, τὰς χειροηθείας μᾶλλον προσδεχόμενος Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 2.
Greek Monolingual
ἡ, Α χειροήθης
ημερότητα, εξημέρωση.
Russian (Dvoretsky)
χειροήθεια: ἡ кротость, смирный нрав Arst.