ἀκατονόμαστος

From LSJ
Revision as of 11:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατονόμαστος Medium diacritics: ἀκατονόμαστος Low diacritics: ακατονόμαστος Capitals: ΑΚΑΤΟΝΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: akatonómastos Transliteration B: akatonomastos Transliteration C: akatonomastos Beta Code: a)katono/mastos

English (LSJ)

ον, nameless, ποιότης Epicur.Fr.314, cf. D.H. Comp.21, Archig. ap. Gal.8.592; θεός Ph. 1.630, al.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκατωνόμαστος Gal.14.740, Gr.Nyss.Tres dei 42.20 (var.)
I 1que no tiene nombre ποιότης Epicur.Fr.[158] 11, θεός Ph.1.630, 2.597, cf. D.H.Comp.21.4, Gal.l.c.
2 innombrable, que no puede ser nombrado o llamado por su nombre del quinto elemento que unido a los otros cuatro forma el mundo, Arist.Fr.27 p.96 Ross, de Dios τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκατονομάστου ... ὑποστάσεως τοῦ πατρός Origenes Princ.4.4.1, cf. Gr.Nyss.Tres dei 42.20, de la generación del Hijo, Eus.M.20.1388B.
II adv. -ως anónimamente e.e. sin nombre de cualidad a partir del cual pueda derivarse paronímicamente un término, Elias in Cat.234.12, 235.1, 10, Olymp.in Cat.127.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne désigne, qu’on ne peut désigner par aucun nom.
Étymologie: , κατονομάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατονόμαστος: -ον, = ἀνώνυμος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. χόνδρος, ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος χόνδρος, Greenhill Θεόφιλ. σ. 110.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατονόμαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τον καλούμε με τ’ όνομά του
2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω της απρέπειας ή της αισχρότητας του
«ακατονόμαστα όργια»
μσν.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω της απεραντοσύνης και του μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει όνομα, ο ανώνυμος
«Θεὸς ἀκατονόμαστος» (Φίλ. 1.630)
2. «ἀκατονόμαστος χόνδρος» — ο κρικοειδής χόνδρος του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κατονομάζω
ο τ. ἀκατονόμαστος, που ακούγεται συχνά, προέρχεται είτε από εξακολουθητική αφομοίωση του ο σε α (λόγω του προηγουμένου α) είτε από αποκατάσταση του πλήρους τύπου της προθέσεως κατά χάριν της ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού
πρβλ. και αποθανατίζω αντί απαθανατίζω].

Russian (Dvoretsky)

ἀκατονόμαστος: не имеющий названия, безымянный (ποιότης Epicur. ap. Plut.).