ἀμφίθρεπτος

From LSJ
Revision as of 12:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθρεπτος Medium diacritics: ἀμφίθρεπτος Low diacritics: αμφίθρεπτος Capitals: ΑΜΦΙΘΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: amphíthreptos Transliteration B: amphithreptos Transliteration C: amfithreptos Beta Code: a)mfi/qreptos

English (LSJ)

ον, clotted round a wound, αἷμα S.Tr.572.

Spanish (DGE)

-ον coagulado en torno, αἷμα S.Tr.572.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coagulé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθρεπτος: -ον, ὁ πεπηγὼς περί τι, ἀμφίθρεπτον αἷμα, τὸ περὶ τὸ τραῦμα πεπηγὸς αἶμα, Σοφ. Τρ. 572.

Greek Monolingual

ἀμφίθρεπτος, -ον (Α) τρέφω
(για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θρεπτός].

Greek Monotonic

ἀμφίθρεπτος: -ον (τρέφω), πηγμένος γύρω από τραύμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίθρεπτος: запекшийся вокруг (αἷμα Soph.).

Middle Liddell

τρέφω
clotted round a wound, Soph.